μεθεόρτια

μεθεόρτια
τα
1. αυτά που συμβαίνουν μετά την εορτή, η συνέχιση τής εορτής
2. συνεκδ. τα επακόλουθα εορτής, που συνήθως είναι αρνητικά λόγω τής οινοποσίας που προηγήθηκε, οι κακές συνέπειες μιας εορτής
3. (γενικά) άσχημα ή δυσάρεστα αποτελέσματα κάποιας προσπάθειας ή ενός εγχειρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθέορτα. Βλ. μεθέορτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεθεόρτια — τα αυτά που ακολουθούν τη μέρα μιας γιορτής, η συνέχιση της γιορτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έπιβδα — ἔπιβδα, η (Α) 1. η ημέρα μετά τον γάμο ή γιορτή, τα μεθεόρτια 2. στον πληθ. αἱ ἔπιβδαι η πρώτη μέρα τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βδᾰ (< *πδα;) τ. αβέβαιης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρ. *ped (πεδ )… …   Dictionary of Greek

  • μεθέορτος — μεθέορτος, ον (ΑM) 1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑορτή (πρβλ. φιλ έορτος)] …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • ποδοστρόφια — τὰ, Α μεθεόρτια, ανταπόδοση τού συμποσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • προεόρτια — τα παραμονή γιορτής (αντίθ. μεθεόρτια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”