- μεθεόρτια
- τα1. αυτά που συμβαίνουν μετά την εορτή, η συνέχιση τής εορτής2. συνεκδ. τα επακόλουθα εορτής, που συνήθως είναι αρνητικά λόγω τής οινοποσίας που προηγήθηκε, οι κακές συνέπειες μιας εορτής3. (γενικά) άσχημα ή δυσάρεστα αποτελέσματα κάποιας προσπάθειας ή ενός εγχειρήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθέορτα. Βλ. μεθέορτος].
Dictionary of Greek. 2013.